αλάκητος

αλάκητος
αλάκητος, -η, -ο και αλάκιστος, -η, -ο
εκείνος που δε λάκησε, δεν τράπηκε σε φυγή: Το πρωί μάζεψε τους αλάκητους και τους μίλησε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλάκητος — η, ο [λακώ] ο αλάκιστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”